ποδοκλοτσώ

ποδοκλοτσώ
-άω, Ν
κλοτσώ κάποιον, τόν χτυπάω με τα πόδια και τον ποδοπατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδοκλότσημα — το, Ν [ποδοκλοτσώ] χτύπημα με τα πόδια και τσαλαπάτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”